Ανοικτό ενδεχόμενο για νέα μείωση συντάξεων αφήνει στην τριμηνιαία έκθεσή της η επιστημονική επιτροπή της Βουλής που παρακολουθεί την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού λόγω του εκρηκτικού μίγματος που δημιουργούν: ύφεση, ανεργία, ανασφάλιστη εργασία και συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα μέλη του γραφείου, στα συμπεράσματα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού το πρώτο 3μηνο του 2013, αν και επισημαίνουν πως «δεν υπάρχουν (οικονομικά και κοινωνικά) περιθώρια για περαιτέρω μέτρα λιτότητας» τονίζοντας ότι το βάρος πρέπει να πέσει στην «μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης» εκτιμούν πως «η ύφεση και η ανεργία, σε συνδυασμό με την επέκταση της ανασφάλιστης εργασίας και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε ΙΚΑ, ΟΑΕΕ κ.α., αυξάνουν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε νέες περικοπές συντάξεων και έτσι ανατροφοδότηση της ύφεσης».
«Τα φορολογικά έσοδα αποκλίνουν»
Πέραν αυτών η επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την πορεία των φορολογικών εσόδων σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι «μεγάλη υστέρηση σημειώθηκε στα καθαρά έσοδα και ιδιαίτερα στα έσοδα από έμμεσους φόρους, όπως στον ΦΠΑ, στον ΕΦΚ καπνού και πετρελαιοειδών. Πηγές αβεβαιότητας ωστόσο, δημιουργούν οι χαμηλότερες έναντι του στόχου επιστροφές φόρων, καθώς και τα μεγαλύτερα -έναντι των στόχων-έσοδα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που όμως δεν συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες δαπάνες». Προσθέτουν πως «Σε αντίθεση με τις πρωτογενείς δαπάνες του ΤΠ, η πορεία των καθαρών εσόδων του Τ.Π. εξακολουθεί να είναι σημαντικά αρνητική καθώς αυτά σημείωσαν πτώση κατά 6,3% σε ετήσια βάση, στα ¤10,7δις στο πρώτο τρίμηνο 2013, από αύξησή τους κατά 2,9% στο πρώτο τρίμηνο 2012». Εξηγούν δε, πως τα έσοδα του πρώτου τριμήνου έχουν επηρεαστεί αρνητικά από πολλούς παράγοντες όπως:
- η σημαντική μείωση των εισοδημάτων των μισθωτών και συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα φοροδιαφυγής
- η διόγκωση της φοροδιαφυγής των μη μισθωτών, ως αποτέλεσμα της αύξησης των φορολογικών συντελεστών, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματική λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Ενώ τονίζει πως «Η περιοριστική δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική εντείνει αναμφίβολα την ύφεση και per se, δηλαδή χωρίς την αντεπίδραση άλλων παραγόντων που θα την εξουδετερώσουν, τείνει να τροφοδοτεί ένα σπιράλ προς τα κάτω. Π.χ. η μεγάλη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ και του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) για το πετρέλαιο, στο πλαίσιο της εξίσωσης των φορολογικών συντελεστών για διαφορετικές χρήσης του πετρελαίου, συνοδεύθηκαν από πτώση των αντίστοιχων εσόδων λόγω μείωσης της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης. Φυσικά αναζητούνται τρόποι για να αντισταθμισθούν οι απώλειες. Επιπλέον, η ύφεση και η ανεργία, σε συνδυασμό με την επέκταση της ανασφάλιστης εργασίας και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε ΙΚΑ, ΟΑΕΕ κ.α., αυξάνουν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε νέες περικοπές συντάξεων και έτσι ανατροφοδότηση της ύφεσης. Η κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος είναι όντως ασταθής και οι τάσεις μπορούν να αναστραφούν μόνον αν αποδώσουν γρήγορα άλλα μέτρα και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας (ΕΣΠΑ, μεγάλα έργα κλπ)».
«Οι μειώσεις μισθών δεν έφεραν ανταγωνιστικότητα»
Επιπροσθέτως, στην έκθεση τονίζεται ότι η «εσωτερική υποτίμηση» που επιχειρήθηκε με μειώσεις μισθών, καταργήσεις συλλογικών συμβάσεων κ.α. δεν επέφερε αντίστοιχες μειώσεις τιμών στα προϊόντα ούτε και αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και σημειώνεται πως «η έμφαση που δόθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας και στις θεσμικές μεταβλητές ήταν υπερβολική και, πιθανόν, αντιπαραγωγική. Ουσιαστικά, υπερτονίσθηκε ένας παράγοντας, δεν ελήφθησαν υπόψη η ύφεση (πράγμα που εξηγεί γιατί
βραχυχρόνια δεν μειώθηκε η ανεργία ενώ οι μισθοί υποχωρούσαν), ούτε η ανατροφοδότηση της ύφεσης από τη μείωση των μισθών, ούτε ο θετικός ρόλος πολλών θεσμών εργασίας σε ένα κόσμο ατελειών (που χαρακτηρίζεται π.χ. από ολιγοπωλιακέςή/και μονοπωλιακές καταστάσεις».
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστημονική ομάδα αναφέρει ότι «Το πρώτο τρίμηνο 2013 άρχισε με καλύτερους όρους από ότι το αντίστοιχο τρίμηνο 2012» και σημειώνει πως «Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, αν όλα εξελιχθούν ομαλά (πολιτική σταθερότητα, εφαρμογή μεταρρυθμίσεων κλπ) η ελληνική οικονομία θα πετύχει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης το 2014, πιθανόν μάλιστα, όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση, ήδη στα τέλη του 2013. Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προσπάθεια αποφέρει καρπούς - με υψηλό κόστος βεβαίως». Επίσης, οι συντάκτες εκτιμούν ότι «δεν υπάρχουν (οικονομικά και κοινωνικά) περιθώρια για περαιτέρω μέτρα λιτότητας» και επισημαίνουν ότι πρέπει να πέσει το βάρος στην «μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης».
Να σημειωθεί ότι η επιστημονική επιτροπή του γραφείου αποτελείται από τους καθηγητές Παναγιώτη Λιαργκόβα, Πάνο Καζάκο, Σπύρο Λαπατσιώρα, Ναπολέοντα Μαραβέγια και Μιχάλη Ρηγίνο. Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη συντονίστρια του γραφείου κυρία Στέλλα Μπαλφούσια είχε οδηγηθεί σε παραίτηση όταν στην έκθεσή της για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2011 έκανε λόγο για εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, αναφορά που προκάλεσε την οργή της τότε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την έκθεση«Τα φορολογικά έσοδα αποκλίνουν»
Πέραν αυτών η επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την πορεία των φορολογικών εσόδων σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι «μεγάλη υστέρηση σημειώθηκε στα καθαρά έσοδα και ιδιαίτερα στα έσοδα από έμμεσους φόρους, όπως στον ΦΠΑ, στον ΕΦΚ καπνού και πετρελαιοειδών. Πηγές αβεβαιότητας ωστόσο, δημιουργούν οι χαμηλότερες έναντι του στόχου επιστροφές φόρων, καθώς και τα μεγαλύτερα -έναντι των στόχων-έσοδα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που όμως δεν συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες δαπάνες». Προσθέτουν πως «Σε αντίθεση με τις πρωτογενείς δαπάνες του ΤΠ, η πορεία των καθαρών εσόδων του Τ.Π. εξακολουθεί να είναι σημαντικά αρνητική καθώς αυτά σημείωσαν πτώση κατά 6,3% σε ετήσια βάση, στα ¤10,7δις στο πρώτο τρίμηνο 2013, από αύξησή τους κατά 2,9% στο πρώτο τρίμηνο 2012». Εξηγούν δε, πως τα έσοδα του πρώτου τριμήνου έχουν επηρεαστεί αρνητικά από πολλούς παράγοντες όπως:
- η σημαντική μείωση των εισοδημάτων των μισθωτών και συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα φοροδιαφυγής
- η διόγκωση της φοροδιαφυγής των μη μισθωτών, ως αποτέλεσμα της αύξησης των φορολογικών συντελεστών, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματική λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Ενώ τονίζει πως «Η περιοριστική δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική εντείνει αναμφίβολα την ύφεση και per se, δηλαδή χωρίς την αντεπίδραση άλλων παραγόντων που θα την εξουδετερώσουν, τείνει να τροφοδοτεί ένα σπιράλ προς τα κάτω. Π.χ. η μεγάλη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ και του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) για το πετρέλαιο, στο πλαίσιο της εξίσωσης των φορολογικών συντελεστών για διαφορετικές χρήσης του πετρελαίου, συνοδεύθηκαν από πτώση των αντίστοιχων εσόδων λόγω μείωσης της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης. Φυσικά αναζητούνται τρόποι για να αντισταθμισθούν οι απώλειες. Επιπλέον, η ύφεση και η ανεργία, σε συνδυασμό με την επέκταση της ανασφάλιστης εργασίας και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε ΙΚΑ, ΟΑΕΕ κ.α., αυξάνουν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε νέες περικοπές συντάξεων και έτσι ανατροφοδότηση της ύφεσης. Η κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος είναι όντως ασταθής και οι τάσεις μπορούν να αναστραφούν μόνον αν αποδώσουν γρήγορα άλλα μέτρα και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας (ΕΣΠΑ, μεγάλα έργα κλπ)».
«Οι μειώσεις μισθών δεν έφεραν ανταγωνιστικότητα»
Επιπροσθέτως, στην έκθεση τονίζεται ότι η «εσωτερική υποτίμηση» που επιχειρήθηκε με μειώσεις μισθών, καταργήσεις συλλογικών συμβάσεων κ.α. δεν επέφερε αντίστοιχες μειώσεις τιμών στα προϊόντα ούτε και αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και σημειώνεται πως «η έμφαση που δόθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας και στις θεσμικές μεταβλητές ήταν υπερβολική και, πιθανόν, αντιπαραγωγική. Ουσιαστικά, υπερτονίσθηκε ένας παράγοντας, δεν ελήφθησαν υπόψη η ύφεση (πράγμα που εξηγεί γιατί
βραχυχρόνια δεν μειώθηκε η ανεργία ενώ οι μισθοί υποχωρούσαν), ούτε η ανατροφοδότηση της ύφεσης από τη μείωση των μισθών, ούτε ο θετικός ρόλος πολλών θεσμών εργασίας σε ένα κόσμο ατελειών (που χαρακτηρίζεται π.χ. από ολιγοπωλιακέςή/και μονοπωλιακές καταστάσεις».
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστημονική ομάδα αναφέρει ότι «Το πρώτο τρίμηνο 2013 άρχισε με καλύτερους όρους από ότι το αντίστοιχο τρίμηνο 2012» και σημειώνει πως «Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, αν όλα εξελιχθούν ομαλά (πολιτική σταθερότητα, εφαρμογή μεταρρυθμίσεων κλπ) η ελληνική οικονομία θα πετύχει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης το 2014, πιθανόν μάλιστα, όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση, ήδη στα τέλη του 2013. Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προσπάθεια αποφέρει καρπούς - με υψηλό κόστος βεβαίως». Επίσης, οι συντάκτες εκτιμούν ότι «δεν υπάρχουν (οικονομικά και κοινωνικά) περιθώρια για περαιτέρω μέτρα λιτότητας» και επισημαίνουν ότι πρέπει να πέσει το βάρος στην «μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης».
Να σημειωθεί ότι η επιστημονική επιτροπή του γραφείου αποτελείται από τους καθηγητές Παναγιώτη Λιαργκόβα, Πάνο Καζάκο, Σπύρο Λαπατσιώρα, Ναπολέοντα Μαραβέγια και Μιχάλη Ρηγίνο. Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη συντονίστρια του γραφείου κυρία Στέλλα Μπαλφούσια είχε οδηγηθεί σε παραίτηση όταν στην έκθεσή της για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2011 έκανε λόγο για εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, αναφορά που προκάλεσε την οργή της τότε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου