Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν θετικοί, κυρίως λόγω των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Τα οφέλη, όμως, της ανάπτυξης δεν διαχύθηκαν με τον ίδιο ρυθμό στην
κοινωνία ώστε να αλλάξουν δραστικά και αναλογικά οι δείκτες φτώχειας και
ανεργίας.
Αντιθέτως, ο φρενήρης καταναλωτισμός και η αποχαλίνωση των κρατικών δαπανών που σημάδεψε όλη την χώρα, σάρωσε και τον παραδοσιακό αξιακό «λιτό βίο» ακόμη και των νοικοκυραίων.
Να θυμίσω πως η χώρα το 2008 ήταν στην 28η θέση σε κατανάλωση και στην 112η θέση σε ανταγωνιστικότητα.
Τα χρήματα από τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν επενδύθηκαν παραγωγικά.Δεν δημιουργήθηκαν υποδομές, δεν υπήρξαν προτεραιότητες, στρατηγικοί στόχοι, τοπικές συνεννοήσεις, εξωστρέφεια, καλύφθηκαν με μερεμέτια και κομματικά συνθήματα οι πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.
Προτεραιότητα των πολιτικών ταγών ήταν τα πελατειακά συστήματα (στρατοί), εφήμερες ευκαιρίες (αρπαχτές) και όχι η ενίσχυση του παραγωγικών δυνατοτήτων.Το κράτος, οι Νομαρχίες, οι Δήμοι, χρησιμοποιήθηκαν για παροχή επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων, προσωρινών θέσεων εργασίας στο δημόσιο, εκφυλίζοντας συνειδήσεις και δημιουργικές δράσεις. Γκρεμίζοντας το ήθος, καθιστώντας το Δημόσιο λάφυρο των κρατούντων.
Όλα ήταν ένα προσωρινό σκηνικό, ως την επόμενη εκλογή, ως την επόμενη ψευδαίσθηση.
Πόσο μακριά μπορούσε να πάει η κοινωνία χωρίς ορίζοντα;
Η κρίση, είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από το συνδυασμό των δυο μεγάλων ελλειμμάτων, δηλαδή το δημοσιονομικό και το έλλειμμα παραγωγής.Τα ελλείμματα δημιούργησαν το χρέος.Για να εξυπηρετηθεί το χρέος, δανειστήκαμε με τους όρους των μνημονίων.
Τα μνημόνια, με τον βίαιο τρόπο που λειτούργησαν, ώθησαν την κοινωνία και τη συνοχή μας στα όρια, δημιούργησαν και ενίσχυσαν τεράστια θέματα, φτώχειας, ανεργίας, ύφεσης.
Ανταποκρίθηκαν δε με όλο αυτόν τον κοινωνικό ορυμαγδό στο ένα έλλειμμα, το δημοσιονομικό. Για το παραγωγικό έλλειμμα όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε, αλλά, εμμένοντας στην λογική της αύξησης των εσόδων και της λιτότητας αναστέλλουν και αντιμάχονται κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης και αύξησης της απασχόλησης.
Επιπροσθέτως, να σημειώσω πως ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και λιτότητας, για να διατηρηθεί, οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερο περιορισμό της δημοκρατίας, αύξηση της αυταρχικής διακυβέρνησης, διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και εμφάνιση ακραίων πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων.
Κανείς, υποθέτω, εχέφρων και έχων αίσθηση εθνικής ευθύνης δεν επιθυμεί να επιστρέψει η χώρα μετά απ’ αυτόν το Γολγοθά που περνάμε, προς την άβυσσο του χρεοκοπημένου καταναλωτικού μοντέλου που είναι ικανό να γεννήσει ελλείμματα ακόμα και μέσα στο 2014.
Αλλά, εκτός των δημοσιονομικών στοιχείων, η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει τίποτε που να συνάδει με την ρητορική της επιτυχίας.
Η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίστηκε, η εισφοροδιαφυγή και η ανασφάλιστη εργασία σημείωσαν νέα ρεκόρ και το δημόσιο εξακολουθεί να είναι το μόνο που παράγει θέσεις εργασίας είτε άμεσα, με τρίμηνες, τετράμηνες και οχτάμηνες συμβάσεις, είτε έμμεσα, μέσω ΕΣΠΑ.
Το Νοέμβριο του 2013, οι εξαγωγές της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 22,6% , η ακίνητη περιουσία φορτώθηκε με νέους φόρους. Οι επενδύσεις στις μικρές επιχειρήσεις είναι γεμάτες άμεσα ή έμμεσα αντικίνητρα.
Τα πρόστιμα είναι υπέρογκα για μικρές παραβάσεις. Υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση το ακραίο νεοσυντηρητικό ιδεολόγημα της τρόικας ότι η εκκαθάριση της αγοράς από μικρές επιχειρήσεις θα πατάξει την φοροδιαφυγή. Ικανό προσωπικό υπέρ της παραγωγής δεν αναδείχθηκε, απεναντίας όλο το βάρος πέφτει στην υπερφορολόγηση, στον περιορισμό της ατομικής δαπάνης, στη συνεχή αύξηση των κρατικών εσόδων.
Είμαστε με άλλα λόγια σε ένα σημείο όπου χρειαζόμαστε μια ανορθωτική πορεία με άμεσες προτεραιότητες.
Πρώτα απ’ όλα, η θεμελιώδης αρχή για την όποια επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, όχι μόνο με την αίσθηση τιμωρίας αλλά και ότι δεν επαναλαμβάνεται η φαυλότητα του παρελθόντος. Χωρίς αυτήν την δικαιοσύνη, μην περιμένουμε την αναγκαία εγρήγορση από την κοινωνία.
Το επόμενο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι πως, μόνο με την αύξηση της παραγωγής που θα προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα, θα αυξηθεί η απασχόληση. Θα μειωθεί η φτώχεια.
Η χώρα μας έχει δεκάδες μικρές μονάδες (οικογενειακές πολλές από αυτές) των εκατό – διακοσίων χιλιάδων ευρώ επένδυσης. Αυτές είναι και οι δυνατότητές μας. Σε αυτές τις υπάρχουσες και σε αντίστοιχες μικρές νέες πρέπει να πέσει το βάρος ως προοπτική αύξησης τόσο του ΑΕΠ, όσο και της τοπικής ευημερίας.
Και επειδή είναι περιορισμένη η πρόσβαση στη ρευστότητα, να αναζητηθούν οι δυνατότητες χρηματοδότησης της πραγματικής μας οικονομίας από ευρωπαϊκούς πόρους, όχι πια με τη μορφή δανείων αλλά αναπτυξιακών κινήτρων.
Μαζί με τη μικρή ιδιωτική επιχειρηματικότητα, να επαναξιολογήσουμε νέες συνεταιριστικές μονάδες. Απαλλαγμένες από τον εκφυλισμό και την καπηλεία του παρελθόντος. Να εμπιστευθούμε τις ελεύθερες ατομικές συνειδήσεις που θέλουν να συνεργαστούν. Ανάμεσα στο κράτος, τον κομματικά ελεγχόμενο κρατικό-συνεταιρισμό και την ελεύθερη αγορά των «συνεταιρισμών ΑΕ», να εμπιστευθούμε την κοινωνική οικονομία.
Τέτοιες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιστικές στους τομείς τους, ανθούν σε όλη την Ευρώπη, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της οικονομίας της αγοράς, προς όφελος των μελών τους.
Τέλος, όλες οι αναπτυξιακές προσπάθειες θα αποβούν άκαρπες εάν δεν ανασχεθεί η λιτότητα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι μεν απαραίτητες για να βελτιωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης, αλλά χρειάζεται χρόνος για να δώσουν αποτελέσματα.
Σε έξι χρόνια, η Ελλάδα έχασε σωρευτικά πάνω από 25% του Εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), ως εκ τούτου δεν υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια να επιμείνουμε στις διαρθρωτικές αλλαγές.
Αυτήν την στιγμή το πρόβλημα στην οικονομία μας δεν είναι η προσφορά αλλά η ζήτηση, η οποία πρέπει να τονωθεί άμεσα. Πρέπει να αναζητηθούν ευρωπαϊκές πολιτικές, συμμαχίες, πιέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν μπορεί να επιμένει, για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή ελίτ πως η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας με μείωση των κατώτατων μισθών. Σε αυτήν την περίπτωση, εμείς πρέπει να προτάσσουμε ως απάντηση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας την υποτίμηση του ευρώ.
Η χώρα είχε και έχει δυνατότητες. Διέξοδος πάντα υπάρχει. Διάθεση αναζήτησής της είναι το ζητούμενο. Ποιοι την έχουν; Πόσο μπορούμε να συνεννοηθούμε; Ποιοι θα πάρουν τις αποφάσεις; Η κρίση που περνά ο τόπος ξεπερνά τον καθένα μόνο του. Οφείλουμε να αναλάβουμε όλοι μας τις ευθύνες που μας αναλογούν.
Αντιθέτως, ο φρενήρης καταναλωτισμός και η αποχαλίνωση των κρατικών δαπανών που σημάδεψε όλη την χώρα, σάρωσε και τον παραδοσιακό αξιακό «λιτό βίο» ακόμη και των νοικοκυραίων.
Να θυμίσω πως η χώρα το 2008 ήταν στην 28η θέση σε κατανάλωση και στην 112η θέση σε ανταγωνιστικότητα.
Τα χρήματα από τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν επενδύθηκαν παραγωγικά.Δεν δημιουργήθηκαν υποδομές, δεν υπήρξαν προτεραιότητες, στρατηγικοί στόχοι, τοπικές συνεννοήσεις, εξωστρέφεια, καλύφθηκαν με μερεμέτια και κομματικά συνθήματα οι πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.
Προτεραιότητα των πολιτικών ταγών ήταν τα πελατειακά συστήματα (στρατοί), εφήμερες ευκαιρίες (αρπαχτές) και όχι η ενίσχυση του παραγωγικών δυνατοτήτων.Το κράτος, οι Νομαρχίες, οι Δήμοι, χρησιμοποιήθηκαν για παροχή επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων, προσωρινών θέσεων εργασίας στο δημόσιο, εκφυλίζοντας συνειδήσεις και δημιουργικές δράσεις. Γκρεμίζοντας το ήθος, καθιστώντας το Δημόσιο λάφυρο των κρατούντων.
Όλα ήταν ένα προσωρινό σκηνικό, ως την επόμενη εκλογή, ως την επόμενη ψευδαίσθηση.
Πόσο μακριά μπορούσε να πάει η κοινωνία χωρίς ορίζοντα;
Η κρίση, είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από το συνδυασμό των δυο μεγάλων ελλειμμάτων, δηλαδή το δημοσιονομικό και το έλλειμμα παραγωγής.Τα ελλείμματα δημιούργησαν το χρέος.Για να εξυπηρετηθεί το χρέος, δανειστήκαμε με τους όρους των μνημονίων.
Τα μνημόνια, με τον βίαιο τρόπο που λειτούργησαν, ώθησαν την κοινωνία και τη συνοχή μας στα όρια, δημιούργησαν και ενίσχυσαν τεράστια θέματα, φτώχειας, ανεργίας, ύφεσης.
Ανταποκρίθηκαν δε με όλο αυτόν τον κοινωνικό ορυμαγδό στο ένα έλλειμμα, το δημοσιονομικό. Για το παραγωγικό έλλειμμα όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε, αλλά, εμμένοντας στην λογική της αύξησης των εσόδων και της λιτότητας αναστέλλουν και αντιμάχονται κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης και αύξησης της απασχόλησης.
Επιπροσθέτως, να σημειώσω πως ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και λιτότητας, για να διατηρηθεί, οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερο περιορισμό της δημοκρατίας, αύξηση της αυταρχικής διακυβέρνησης, διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και εμφάνιση ακραίων πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων.
Κανείς, υποθέτω, εχέφρων και έχων αίσθηση εθνικής ευθύνης δεν επιθυμεί να επιστρέψει η χώρα μετά απ’ αυτόν το Γολγοθά που περνάμε, προς την άβυσσο του χρεοκοπημένου καταναλωτικού μοντέλου που είναι ικανό να γεννήσει ελλείμματα ακόμα και μέσα στο 2014.
Αλλά, εκτός των δημοσιονομικών στοιχείων, η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει τίποτε που να συνάδει με την ρητορική της επιτυχίας.
Η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίστηκε, η εισφοροδιαφυγή και η ανασφάλιστη εργασία σημείωσαν νέα ρεκόρ και το δημόσιο εξακολουθεί να είναι το μόνο που παράγει θέσεις εργασίας είτε άμεσα, με τρίμηνες, τετράμηνες και οχτάμηνες συμβάσεις, είτε έμμεσα, μέσω ΕΣΠΑ.
Το Νοέμβριο του 2013, οι εξαγωγές της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 22,6% , η ακίνητη περιουσία φορτώθηκε με νέους φόρους. Οι επενδύσεις στις μικρές επιχειρήσεις είναι γεμάτες άμεσα ή έμμεσα αντικίνητρα.
Τα πρόστιμα είναι υπέρογκα για μικρές παραβάσεις. Υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση το ακραίο νεοσυντηρητικό ιδεολόγημα της τρόικας ότι η εκκαθάριση της αγοράς από μικρές επιχειρήσεις θα πατάξει την φοροδιαφυγή. Ικανό προσωπικό υπέρ της παραγωγής δεν αναδείχθηκε, απεναντίας όλο το βάρος πέφτει στην υπερφορολόγηση, στον περιορισμό της ατομικής δαπάνης, στη συνεχή αύξηση των κρατικών εσόδων.
Είμαστε με άλλα λόγια σε ένα σημείο όπου χρειαζόμαστε μια ανορθωτική πορεία με άμεσες προτεραιότητες.
Πρώτα απ’ όλα, η θεμελιώδης αρχή για την όποια επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, όχι μόνο με την αίσθηση τιμωρίας αλλά και ότι δεν επαναλαμβάνεται η φαυλότητα του παρελθόντος. Χωρίς αυτήν την δικαιοσύνη, μην περιμένουμε την αναγκαία εγρήγορση από την κοινωνία.
Το επόμενο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι πως, μόνο με την αύξηση της παραγωγής που θα προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα, θα αυξηθεί η απασχόληση. Θα μειωθεί η φτώχεια.
Η χώρα μας έχει δεκάδες μικρές μονάδες (οικογενειακές πολλές από αυτές) των εκατό – διακοσίων χιλιάδων ευρώ επένδυσης. Αυτές είναι και οι δυνατότητές μας. Σε αυτές τις υπάρχουσες και σε αντίστοιχες μικρές νέες πρέπει να πέσει το βάρος ως προοπτική αύξησης τόσο του ΑΕΠ, όσο και της τοπικής ευημερίας.
Και επειδή είναι περιορισμένη η πρόσβαση στη ρευστότητα, να αναζητηθούν οι δυνατότητες χρηματοδότησης της πραγματικής μας οικονομίας από ευρωπαϊκούς πόρους, όχι πια με τη μορφή δανείων αλλά αναπτυξιακών κινήτρων.
Μαζί με τη μικρή ιδιωτική επιχειρηματικότητα, να επαναξιολογήσουμε νέες συνεταιριστικές μονάδες. Απαλλαγμένες από τον εκφυλισμό και την καπηλεία του παρελθόντος. Να εμπιστευθούμε τις ελεύθερες ατομικές συνειδήσεις που θέλουν να συνεργαστούν. Ανάμεσα στο κράτος, τον κομματικά ελεγχόμενο κρατικό-συνεταιρισμό και την ελεύθερη αγορά των «συνεταιρισμών ΑΕ», να εμπιστευθούμε την κοινωνική οικονομία.
Τέτοιες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιστικές στους τομείς τους, ανθούν σε όλη την Ευρώπη, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της οικονομίας της αγοράς, προς όφελος των μελών τους.
Τέλος, όλες οι αναπτυξιακές προσπάθειες θα αποβούν άκαρπες εάν δεν ανασχεθεί η λιτότητα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι μεν απαραίτητες για να βελτιωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης, αλλά χρειάζεται χρόνος για να δώσουν αποτελέσματα.
Σε έξι χρόνια, η Ελλάδα έχασε σωρευτικά πάνω από 25% του Εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), ως εκ τούτου δεν υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια να επιμείνουμε στις διαρθρωτικές αλλαγές.
Αυτήν την στιγμή το πρόβλημα στην οικονομία μας δεν είναι η προσφορά αλλά η ζήτηση, η οποία πρέπει να τονωθεί άμεσα. Πρέπει να αναζητηθούν ευρωπαϊκές πολιτικές, συμμαχίες, πιέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν μπορεί να επιμένει, για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή ελίτ πως η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας με μείωση των κατώτατων μισθών. Σε αυτήν την περίπτωση, εμείς πρέπει να προτάσσουμε ως απάντηση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας την υποτίμηση του ευρώ.
Η χώρα είχε και έχει δυνατότητες. Διέξοδος πάντα υπάρχει. Διάθεση αναζήτησής της είναι το ζητούμενο. Ποιοι την έχουν; Πόσο μπορούμε να συνεννοηθούμε; Ποιοι θα πάρουν τις αποφάσεις; Η κρίση που περνά ο τόπος ξεπερνά τον καθένα μόνο του. Οφείλουμε να αναλάβουμε όλοι μας τις ευθύνες που μας αναλογούν.
Του Θανάση Οικονόμου (πρ. Βουλευτή – Μέλους της Κ.Ε της ΔΗΜ.ΑΡ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου