«Καμπανάκι» κρούει το Γραφείο
Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σχετικά με την περαιτέρω άσκηση της
φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη βαριά φορολογουμένων.
Όπως
αναφέρεται στην τριμηνιαία έκθεση Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2013 στην Ελλάδα
οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις
επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της Ευρωζώνης, διαλύοντας έτσι τον μύθο περί
υποφορολόγησης στην χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Επίσης, τονίζεται ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με την υπερφορολόγηση των Ελλήνων πολιτών, τα εξής:
- Από
το 2010 αυξάνεται συνεχώς η φορολογία όταν την ίδια περίοδο μειώνονται
οι μισθοί και οι συντάξεις και η ανεργία ανεβαίνει. Το γεγονός αυτό έχει
οδηγήσει σε επιδείνωση των όρων διαβίωσης των πολιτών.
- Οι
ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές για κάθε κατηγορία εισοδήματος στην
πραγματικότητα είναι μεγαλύτεροι, καθώς με την έκτακτη εισφορά
αλληλεγγύης, επιβάλλεται επιπλέον φόρος από 1% έως 4%.
- Ο
φόρος εισοδήματος για μισθωτούς και συνταξιούχους έχει έως και
επταπλασιαστεί από το 2010 μέχρι σήμερα, ενώ ο φόρος που θα πληρώσουν οι
ελεύθεροι επαγγελματίες θα είναι αυξημένος έως και εννέα φορές.
- Το
συνολικό ποσό που πληρώνουν οι φορολογούμενοι για τα ακίνητα
επταπλασιάστηκε από το 2009 φτάνοντας τα 3,5 δισ. ευρώ από μόλις 500
εκατ. Ευρώ
- Στα ακίνητα προστέθηκε και ο φόρος υπεραξίας
- Ο ΦΠΑ αυξήθηκε από το 2010 τέσσερις φορές.
- Τα τεκμήρια και τα τέλη κυκλοφορίας αυξήθηκαν από το 2010 δύο φορές, ενώ οι φόροι στα καύσιμα τρεις φορές.
- Από
τον Μάιο του 2010 επιβλήθηκε για πρώτη φορά φόρος στην κατανάλωση
ηλεκτρικού ρεύματος και από το 2011 και στο φυσικό αέριο Η εξίσωση των
φορολογικών συντελεστών στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης οδήγησε σε
αύξηση των φόρων κατά 450%.
Καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις
Την ίδια στιγμή, πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι «η
δημοσιονομική σταθεροποίηση έχει συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας
και τη βελτίωση επιχειρηματικού κλίματος και έχει εδραιώσει τη θέση της
χώρας μας στην ευρωζώνη».
Όμως, τονίζεται, ότι ενώ η δημοσιονομική
προσαρμογή χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο
και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τις ριζικές
αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο
επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία,
στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα
παρατηρείται ότι «η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των
μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα
τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως
εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των
κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα:
προβλήματα τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την
μετέπειτα πορεία της χώρας».
Αναφορικά με τον «ελλιπή,
περιστασιακό και αποσπασματικό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων», όπως
χαρακτηρίζεται, αναφέρεται ως παράδειγμα, ότι «ο στόχος της εσωτερικής
υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην
αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας
ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση
στην αγορά αγαθών». «Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος
της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του
ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά»,
τονίζεται σχετικά.
Όσον αφορά την επαγγελλόμενη και επιδιωκόμενη
άμεση έξοδο της χώρας μας στις αγορές για νέα δάνεια, το Γραφείο
Προϋπολογισμού σημειώνει ότι «έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα
επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια για έναν απλό
λόγο: τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσαμε
να εξασφαλίσουμε μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ)».
Σε δυσθεώρητα ύψη το χρέος
Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει εξάλλου ότι «δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι, παρά το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δημόσιο
χρέος παραμένει στα δυσθεώρητα ύψη του 170% λειτουργώντας αποτρεπτικά
για τους πιθανούς επενδυτές (άρα και για την ανάπτυξη)».
«Η
Ελλάδα, από μόνη της, δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις
της, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα
δάνεια ως το 2020 ή 2022 χωρίς μια διεθνή-Ευρωπαϊκή ρύθμιση
αντιμετώπισης του χρέους», σημειώνεται.
Και συστήνεται ότι: «Η
ελληνική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην ΕΕ και
Ευρωζώνη που ορίζουν πλέον ολοένα και περισσότερο το πλαίσιο εντός του
οποίου θα μπορεί μια εθνική κυβέρνηση να κινηθεί».