Το ¨Μαύρο¨ χρήμα στην φορολογική τσιμπίδα.
Τα νομοθετικά κενά τα οποία δεν επέτρεπαν στο κράτος να φορολογεί το «μαύρο χρήμα», δηλαδή να φορολογεί τα έσοδα που δεν δικαιολογούνταν από εμφανείς και νόμιμες πηγές, φαίνεται πως κλείνουν ύστερα από τη νομοθετική ρύθμιση που έγινε με τον πρόσφατο φορολογικό νόμο.
Με σχετική εγκύκλιό του η Δ/νση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών παρέχοντας οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων επισημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση που διαπιστωθεί κατά τον έλεγχο οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη πηγή και αιτία προέλευσης ή πρόκειται για προσαύξηση περιουσίας που δε προκύπτει από διαρκή και σταθερή πηγή και την οποία προσαύξηση δεν μπορεί να δικαιολογήσει ο ελεγχόμενος, τότε χαρακτηρίζεται ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα και φορολογείται με την καταβολή των αναλογούντων φόρων και των αντίστοιχων προστίμων και προσαυξήσεων.
Για την καλύτερη κατανόηση παραθέτουμε αυτούσια τη συγκεκριμένη διάταξη με την οποία ορίζεται:« Σε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, ο φορολογούμενος μπορεί να κληθεί να αποδείξει είτε την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσής της, είτε ότι φορολογείται από άλλες διατάξεις, είτε ότι απαλλάσσεται από το φόρο με ειδική διάταξη, προκειμένου αυτό να μην φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων της χρήσης κατά την οποία επήλθε η προσαύξηση ».
Έτσι, στο εξής κάθε κατάθεση, κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη , αεροσκάφη, πάσης φύσεως χρεώγραφα, καταθέσεις κ.λπ της οποίας η πηγή προέλευσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον φορολογούμενο που φέρνει και το βάρος της απόδειξης , θα φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, δηλαδή με τους συντελεστές από 18% έως 45%, αφού προηγουμένως συνεκτιμηθούν τα πραγματικά στοιχεία.
Με την προσθήκη αυτή απομακρύνεται πλέον ο κίνδυνος να παραμείνουν αφορολόγητα τα πολύ σημαντικά ευρήματα των ελέγχων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος σε τραπεζικούς λογαριασμούς πολιτικών προσώπων, επώνυμων ελεύθερων επαγγελματιών, επιχειρηματιών και λοιπών φορολογουμένων, που ελέγχονται στο πλαίσιο των εκτεταμένων ερευνών για μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και βεβαίως ακυρώνει και με τυπικό νόμο το 1119/π.ε.2004/ 25.1.2006 έγγραφό του Ειδικού Γραφείου Νομικού Συμβούλου Φορολογίας που διατύπωνε την άποψη ότι στην περίπτωση που δεν υπάρχουν φορολογικές παραβάσεις, τα έσοδα που δεν δικαιολογούνται από εμφανείς πηγές (εισόδημα, δωρεές, δάνεια, κέρδη από λαχεία κ.λπ.) δεν αποτελούν εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 4 του ν.2238/1994, δεδομένου μάλιστα ότι η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση της περιουσίας ή η κατοχή αυτών δε θεωρείται εισόδημα, εκτός αν άλλως ορίζει ειδική διάταξη τυπικού νόμου!.
Με την αποδοχή της παραπάνω άποψης από την τότε πολιτική ηγεσία τέθηκαν στο αρχείο και δεν φορολογήθηκαν ούτε και δημεύτηκαν τα εισοδήματα που αποδεδειγμένα προέρχονταν από αφανείς πηγές ,με την αιτιολογία ότι στερούνταν τα χαρακτηριστικά της έννοιας του εισοδήματος που απαιτεί να έχει περιοδικό χαρακτήρα, μόνιμη πηγή προέλευσης και να γίνεται τακτική εκμετάλλευση της πηγής.
Το κεφάλαιο λοιπόν της ατιμωρησίας σε καραμπινάτες μορφές φοροκλοπής ή απόκτησης εισοδήματος που προσαυξάνει την περιουσία έκλεισε και απομένει το δυσκολότερο κομμάτι που είναι η εφαρμογή του νόμου. Μια και ως τώρα , αν και έχουν ληφθεί σημαντικά φορολογικά μέτρα δεν υλοποιούνται , λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης ή λόγω πιθανής ανικανότητας προσώπων ή εξ αιτίας των αδυναμιών που παρουσιάζει ο φοροελεγκτικός και εισπρακτικός μηχανισμός με αποτέλεσμα η Χώρα μας να θεωρείται ως διεθνές πρότυπο διαφθοράς, εκτός και αν συνεχίζει να ισχύει αυτό που λένε τα μόνιμα φορολογικά υποζύγια: ότι σ΄ αυτό τον κόσμο τίποτα δεν είναι σίγουρο, εκτός από το θάνατο και τους φόρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου